περιήρμοσται

περιήρμοσται
περϊήρμοσται , περιαρμόζω
fasten
perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιαρμόζω — Α 1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.) 2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές 3. μέσ. περιαρμόζομαι φορώ 4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”